παντέλειαν

παντέλειαν
παντέλεια
consummation
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παντέλεια — Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων που αποτελούσε μέρος της λατρείας της θεάς Δήμητρας. Η γιορτή δεν είχε πανελλήνιο χαρακτήρα αλλά τοπικό (Ελευσίνα, Συρακούσες). * * * ἡ, Α [παντελής] 1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”